Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΑΝΑΤΙΣΜΟ

Δημοσιεύθηκε αρχικά στο www.e-psychology.gr 27/06/2016
http://www.e-psychology.gr/diafora-themata-psychologias/1782-i-poreia-pros-tis-diakriseis-kai-ton-fanatismo.html

Είναι στη φύση μας να προσπαθούμε να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε. Για να το πετύχουμε αυτό, προβαίνουμε σε απόδοση, προσδιορισμό δηλαδή των πιθανών αιτιών για οτιδήποτε συμβαίνει τόσο σε εμάς, αλλά και στους γύρω μας. Αν καταλάβουμε τι προκάλεσε ένα φαινόμενο, μια κατάσταση, μια συμπεριφορά, είμαστε σε θέση, τόσο να προβλέψουμε ένα μελλοντικό συμβάν, όσο και να καθορίσουμε τη στάση μας απέναντί του. 

Συνηθίζουμε, λοιπόν, να κατασκευάζουμε ερμηνείες - θεωρίες για το μεγαλύτερο εύρος της ζωής μας, από κάτι απλό έως κάτι σύνθετο, όπως παραδείγματος χάριν, γιατί σκόνταψα στο πεζοδρόμιο ή τι σημαίνει για μένα σύγκρουση με ένα στενό φίλο. Με αυτό το τρόπο, αυξάνεται μέσα μας η αίσθηση του ελέγχου και η ζωή καθίσταται περισσότερο προβλέψιμη, άρα σταθερή και αντιμετωπίσιμη. (1)

Σε συμφωνία με αυτό, οι άνθρωποι φτιάχνουν τα προσωπικά τους σχήματα, τα οποία αποτελούνται από αλληλοσχετιζόμενα γνωστικά στοιχεία, όπως σκέψεις, πεποιθήσεις, στάσεις, που μας επιτρέπουν να βγάζουμε γρήγορα νόημα για ένα άτομο, μια ομάδα, ένα γεγονός, μια κατάσταση. (2) Από τη μια, αυτό φαίνεται να είναι λειτουργικό, καθώς ξέρουμε τι να περιμένουμε ή να κάνουμε, όταν βρεθούμε σε μπροστά σε κάτι γνώριμο, όπως η εξέταση από ένα γιατρό, ή πώς ένας γονιός να αντιμετωπίσει το απαιτητικό εξάχρονο παιδί του. 


Πτυχές υποκειμενικότητας

Από την άλλη, τα σχήματα, ιδιαίτερα όταν είναι άκαμπτα, υπόκεινται εύκολα σε σφάλματα και μεροληψίες, κάτι που έχει καταδειχτεί επανειλημμένα σε έρευνες της κοινωνικής ψυχολογίας. Τα μεροληπτικά σφάλματα απόδοσης αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των ανωτέρων διαδικασιών. (3) Απλά, κανείς δεν μπορεί να είναι συνεχώς αντικειμενικός ή για να το πούμε αλλιώς, είναι αδύνατον να αποβάλει εντελώς την υποκειμενικότητά του κι αυτό για διάφορους λόγους, όπως: επιδράσεις προσωπικότητας, προσωπικών κινήτρων, αναγκών, περιστάσεων, καθώς και επιρροών που έχει δεχτεί από το οικογενειακό, και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. 

Επιπλέον, οι άνθρωποι τείνουν να χρησιμοποιούν τις λιγότερο περίπλοκες και απαιτητικές νοητικές διαδικασίες, προκειμένου να κατανοήσουν τον κόσμο και να δράσουν μέσα σ’ αυτό.
Είναι δηλαδή, γνωστικοί φιλάργυροι. (4) Και μια περίπτωση όπου συμβαίνει αυτό, αποτελεί η επιρροή από στερεότυπα, δηλαδή ευρέως αποδεκτές γενικεύσεις και απλοποιημένες εικόνες, για μέλη μιας κοινωνικής ομάδας. Οι άνθρωποι επιδεικνύουν ιδιαίτερη ετοιμότητα να χαρακτηρίσουν, συνήθως αρνητικά, τεράστιες ανθρώπινες ομάδες, βασιζόμενοι σε αυτό που αντιλαμβάνονται, ως ορατή διαφορά με τους ίδιους. (5)

Ένας σημαντικός παράγοντας που αξίζει να ληφθεί υπόψη, κατά τη δημιουργία στερεοτύπων, είναι ο εθνοκεντρισμός ο οποίος χαρακτηρίζει τις ομάδες, όταν προβαίνουν σε αποδόσεις. Τα μέλη, δηλαδή, μιας ενδο-ομάδας, (που μπορεί να αποτελεί μια οποιαδήποτε ομάδα, μικρή, όπως, μια παρέα φίλων ή μια μεγαλύτερη, όπως τα μέλη μιας φυλής) τείνουν να είναι θετικά προσκείμενα απέναντι σε μέλη της και αρνητικά προσκείμενα προς μέλη μιας εξω-ομάδας. (6)

Αποδίδοντας στην ενδο-ομάδα υπεροχή, εν σχέσει με εξω-ομάδες, κυριαρχεί το ‘εμείς’ απέναντι σε ‘εκείνους’. Εμείς είμαστε οι καλύτεροι, αυτοί που διαπρέπουν, που ξέρουν το σωστό, ενώ οι άλλοι οι κακοί, οι άχρηστοι, οι άδικοι. Αυτό, μπορεί να διαπνέει κάτι το ανεπαίσθητο όπως ένα αστείο, έως κάτι ακραίο και εγκληματικό, όπως μια γενοκτονία. 
Μάλιστα, ο βαθμός στον οποίο οι άνθρωποι ορίζουν το ηθικό ή το σωστό, με βάση εθνοκεντρικά κριτήρια, καθορίζει την αυτόκλητη νομιμοποίηση της ομάδας τους για κυριαρχία, απορρίπτοντας φυσικά, ιδέες κοινωνικής ισότητας και δικαιοσύνης. Έτσι, η κουλτούρα της ενδο-ομάδας αυξάνει σε αυταρχισμό, καθώς και τα φαινόμενα φανατικής δράσης. 


‘Εκτροχιασμός’ 

Τα στερεότυπα λοιπόν, αποτελούν τη βάση για την προκατάληψη και τις διακρίσεις. Μια ακραία όψη αυτών, αποτελεί η απανθρωποποίηση, δηλαδή, ο αντίπαλος θεωρείται κάτι λιγότερο από άνθρωπος, που δεν χρειάζεται ή δεν αξίζει να τον μεταχειρίζεται κανείς με ενδιαφέρον, ευγένεια και σεβασμό.
Το θύμα απογυμνώνεται από την αξιοπρέπεια που συνοδεύει τον όρο άνθρωπος, είναι ο ανώνυμος, ο ‘κακός’ στη ταινία, ο στόχος, ο άπιστος, οι παράπλευρες απώλειες, η κάθαρση.
Ο φόβος και το μίσος, τρέφουν τη συναισθηματική και ιδεολογική κατάσταση του φορέα, φανατίζοντας, ώστε ενίοτε, πιεστικές κοινωνικές συνθήκες, να απασφαλίσουν το όπλο της ατομικής ή συλλογικής βίας. (7)

Ωστόσο, η απανθρωποποίηση μπορεί να εκφραστεί και με πιο πλάγιο τρόπο, όταν ολόκληρες ομάδες ανθρώπων σπρώχνονται σε ακραίες συνθήκες ζωής, χωρίς επαρκή παιδεία, υγεία, στέγαση, απασχόληση, με υποβαθμισμένες οικονομικές και κοινωνικές υποδομές, αλλά με προσβασιμότητα σε όπλα, ναρκωτικά, αλκοόλ, καθώς και στέρηση της έκφρασης και του λόγου.
Κι ένα χρόνια καταπιεσμένο ή κακοποιημένο άτομο ή ομάδα, ενδέχεται να οδηγηθεί στη θυματοποίηση, αποδεχόμενος παθητικά τη ‘μοίρα’ του, αλλά μπορεί να περάσει και ‘απέναντι’, με το να γίνει ακραία επιθετικό, προς το στόχο που θεωρεί υπεύθυνο για την κατάστασή του. 


Χειραγωγούντες και χειραγωγούμενοι

Μέρος από τη πολιτική και τη θρησκεία χειραγωγεί με τέτοιο τρόπο (όταν υπάρχει συνεργασία τους, η δύναμη επιρροής μεγεθύνεται) ώστε να νομιμοποιείται ο δογματισμός, η νοητική ακαμψία, η συμβατικότητα, η υποταγή, η επιθετικότητα.
Η απολυταρχία τους, πάντα εγωκεντρική και αλαζονική, εμφανίζεται άλλοτε καλυμμένη με ένα περιτύλιγμα φιλελευθερισμού και ενδιαφέροντος για το όφελος της ανθρωπότητας και άλλοτε ξεδιάντροπα ωμή. Και στις δυο περιπτώσεις ωστόσο, όταν η εξουσία και η παράδοση που αυτή έχει δημιουργήσει, αμφισβητείται, προκαλεί την οργή των καθιερωμένων φορέων της, θεσμοθετώντας τη βία απέναντι στους παραβάτες. 

Ευθύνη όμως δεν φέρουν μόνο οι χειραγωγούντες αλλά και οι χειραγωγούμενοι.  Το άτομο-μέλος, υποστηρικτής μιας τέτοιας ενδο-μάδας, έχει αφαιρέσει από τον εαυτό του το δικαίωμα της ελεύθερης σκέψης και ενσυνείδητης επιλογής, που συνοδεύεται αναπόσπαστα από την ευθύνη απέναντι στον ίδιο αλλά και στους άλλους.
Έχει παραχωρήσει αυτό το δικαίωμα, σε μια ιδέα, ιδανικό, ομάδα, διευθέτηση, διαταγή, κανόνα, ιθύνοντες, ηγέτες, σε ένα Θεό, ενώ επιλέγει να πιστεύει (μάλιστα έχει ταχτοποιήσει τη συνείδησή του) ότι έπραξε το καθήκον του και δεν φέρει πια ευθύνη για τις συνέπειες των πράξεων που εκτελούνται με τη συμμετοχή του. Εδώ η υπακοή και η συμμόρφωση, ανάγονται σε ιδιότητες ύψιστης αξίας. 
Αυτή είναι η κατάσταση που πετυχημένα περιγράφεται από τον Stanley Milgram (1933-1984) ως κατάσταση παθητικού υποκειμένου. (8)
Σίγουρα, δεν ήταν ούτε τυχαίο ούτε μοιραίο, τα περισσότερα από 187 εκατομμύρια θύματα από πολεμικές συρράξεις, που άφησε πίσω του ο προηγούμενος αιώνας, ο πλέον φονικός της ανθρώπινης ιστορίας. 

Ειδικά για το θέμα της πίστης σε ένα Θεό αλλά και του θρησκευτικού φανατισμού (το όριο μεταξύ των δυο εύκολα μεταβάλλεται), αν δεχτούμε τον ισχυρισμό ότι ο Θεός είναι Θεός αγάπης, καθώς επίσης και το γεγονός ότι έφτιαξε τους ανθρώπους, μοναδικούς και συνάμα διαφορετικούς από πολλές απόψεις, (το στοιχείο της ποικιλομορφίας τον χαρακτηρίζει σαν Δημιουργό στη φύση), τότε πρέπει όλους να τους θεωρεί παιδιά του.

Είναι άξιο απορίας λοιπόν, το πως κάποιοι ξεχωρίζουν τον εαυτό τους, ή τη καθαγιασμένη θρησκεία τους και προβαίνουν σε πράξεις που βλάπτουν άλλους ανθρώπους. Η’ ο Θεός τους έχει πρόβλημα ή το σύστημα μέσα από το οποίο, τους έμαθαν να τον αντιλαμβάνονται. Και αν Εκείνος αποφασίσει να προβεί σε έργο κρίσης, μήπως χρειάζεται βοηθούς εμάς τους ανθρώπους, πεπερασμένους, με το περιθώριο του λάθους σε μόνιμη λειτουργία; 


Υπάρχει άλλη κατεύθυνση;

Κι όμως, η πορεία προς πράξεις εκτόπισης ή εξόντωσης του ‘εχθρού’, θα μπορούσε να αναχαιτιστεί, αν οι άνθρωποι αναλογίζονταν δύο βασικά ερωτήματα (κάτι που συνήθως αποφεύγουν) πριν προβούν σε ενέργειες που εμπλέκονται κι άλλα άτομα:  «με αυτή τη πράξη μου, τι συνέπειες θα φέρω στον εαυτό μου;», «τι συνέπειες θα έχει για τους άλλους;»

Το να αναπτύσσεται, ακόμα, η ικανότητα ενσυναίσθησης, περιορίζει τη πιθανότητα, το άτομο να βλάψει τους άλλους άμεσα, σωματικά, λεκτικά ή έμμεσα μέσα από θεσμούς. (9) Να μαθαίνει να μπαίνει στη θέση του άλλου, δείχνοντας κατανόηση, για τον τρόπο που μπορεί να σκέφτεται και να αισθάνεται, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, όχι γιατί οπωσδήποτε έχει δίκιο ή ταυτίζεται μαζί του.

Φαίνεται, επίσης, ότι η επαφή με άτομα που εκπροσωπούν το διαφορετικό, μακροπρόθεσμα προξενεί αλλαγή στάσεων, αφού ο χρόνος αποτελεί έναν δείκτη δοκιμής, συχνά για διάψευση αφοριστικών αντιλήψεων. 

Εν τέλει, εξαρτάται πόσο συνειδητός θέλει να είναι κανείς στη ζωή του. Πόσο χρήση του ‘λόγου’ επιθυμεί να κάνει, της λογικής τόσο της δικής του, αλλά και της κοινής λογικής, η οποία συνιστά το μέσο όρο της κοινωνίας που ζει.
Πόσο χρήση του εργαλείου της  γλώσσας και της σκέψης (άρρηκτα συνδεδεμένες ικανότητες) είναι διατεθειμένος να εφαρμόσει στις αποφάσεις και στις λύσεις των συγκρούσεων του. Πόσο επιθυμεί να επεξεργάζεται τα θέματα, με τον πρόσθιο εγκέφαλο (φλοιό του εγκεφάλου με τις υποφλοιώδεις δομές) που περιλαμβάνει όλες τις ανώτερες λειτουργίες (ότι αναφέρθηκε συν την αντίληψη, τη κρίση, την αφηρημένη σκέψη, την ενσυναίσθηση και τη ρύθμιση των συναισθημάτων, το σχεδιασμό και τη λήψη αποφάσεων, τα κίνητρα, τη συγκίνηση, τη μνήμη, τη φαντασία) που τον ξεχωρίζουν από τα άλλα είδη, (10) παρά με τους αυτόματους μηχανισμούς των ενστίκτων που εδράζουν στο οπίσθιο και μέσο τμήμα του εγκεφάλου και τον εξομοιώνουν με τα άλλα είδη.  

Τα κοινωνικά προβλήματα που περιλαμβάνουν συγκρούσεις συμφερόντων και εγείρουν φανατικές συμπεριφορές, συχνά είναι πολυσύνθετα και πολυπαραγοντικά, ενώ οι απλοϊκές λύσεις που προτείνονται, είναι τόσο αποτελεσματικές, όσο η κατασκευή ενός αυτοκινήτου με χρήση φυσικής και μαθηματικών Δημοτικού. Οι ‘καθαρές λύσεις’ αποτελούν ένα ξαναειπωμένο  πολιτικό και θρησκευτικό ψέμα. 


Βιβλιογραφία
  1. Heider, F (1958) The psychology of interpersonal relations
  2. Fiske, S. T.,  & Taylor, S. E. (1991). Social cognition (2nd ed.)
  3.  Gilbert, D. T. (1998) Ordinary personology,
      Jones, E. E. (1990) Interpersonal perception
  4. Nisbett, R. E., & Ross, L. (1980) Human inference: Strategies and shortcomings of social judgment
     Taylor, S. E. (1981) The interface of cognitive and social psychology
  5. Hilton, J. L., & von Hippel, W. (1996) Stereotypes. Annual review of Psychology.
     Brigham, J. C., (1971) Ethnic stereotypes. Psychological bulletin
  6. Hewstone, M. (1989) Causal attribution: From cognitive processes to collective beliefs
      Hewstone, M. (1990) The ‘ultimate attribution error’: A review of the literature on intergroup causal attribution  
  7. Haslam, N. (2006). Dehumanization: An Integrative Review. Personality and Social Psychology Review   
  8. Milgram, S (1974). Obedience to authority
  9. Miller, P. A. & Eisenberg, N. (1988) The relation of empathy to aggressive and externalizing/antisocial behavior.                    Psychological bulletin
10. Damasio, A. R. (2005) Descartes’ error: Emotion, reason and the human brain (ppbk. ed)